- κατραπακώνω
- κατραπάκωσα, κατραπακώθηκα, κατραπακωμένος, δίνω κατραπακιές: Τον κατραπάκωσε το μαθητή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατραπακώνω — [κατραπακιά] κατραπακιάζω* … Dictionary of Greek